Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χρωματιστός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν αυτός που έχει χρώμα ή χρώματα, έγχρωμος, βαμμένος («ρούχα λευκά και χρωματιστά»). [ΕΤΥΜΟΛ.<χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Νικολ. Κοντοπούλου].