χρωστήρ

English (LSJ)

χρωστῆρος, ὁ, that which colours or dyes: χ. μόλυβος a lead-pencil, AP6.68 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 1384] ῆρος, ὁ, der färbt, abfärbt, χρωστὴρ μόλυβος, der Bleistift, Iul. Aeg. 11 (VI, 68).

Greek (Liddell-Scott)

χρωστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ χρωματίζων, χρ. μόλυβος, μολυβδοκόνδυλον, Ἀνθ. Παλατ. 6. 68.

Russian (Dvoretsky)

χρωστήρ: ῆρος ὁ краситель: χ. μόλιβος Anth. свинцовый грифель, карандаш.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό χρώζω χρώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.