χωματοφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, dyke-warden, PPetr.3p.134, PSI4.421 (iii B. C.).
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών αναχωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + φύλαξ.
[ῠ], ᾰκος, ὁ, dyke-warden, PPetr.3p.134, PSI4.421 (iii B. C.).
-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών αναχωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + φύλαξ.