χωνευτός

English (LSJ)

χωνευτή, χωνευτόν, formed of cast metal, molten LXX 3 Ki.7.19 (33), al.

German (Pape)

[Seite 1386] adj. verb. von χωνεύω, 1) geschmolzen, gegossen, aus geschmolzenem Metall gemacht, Suid. – 2) schmelzbar, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χωνευτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ἐσχηματισμένος ἐκ χωνευτοῦ μετάλλου, χυτός, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 32, κτλ.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωνευτός -ή, -όν, ΝΜΑ χωνεύω
(για μέταλλα) χυτός
νεοελλ.
1. ενσωματωμένος στο εσωτερικό τοίχου, ξύλου ή άλλου υλικού (α. «χωνευτή κεφαλή βίδας» β. «χωνευτά ντουλάπια»)
2. το ουδ. ως ουσ. το χωνευτό
(παλ. τ.) η ιδιότητα τών μετάλλων να τήκονται όταν υποβάλλονται σε θέρμανση
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. αντικείμενο κατασκευασμένο από χυτό μέταλλο, χώνευμα.