χώραυλος
English (LSJ)
ον, (αὐλή) dwelling in the country, Suid.
German (Pape)
[Seite 1387] auf dem Lande wohnend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
χώραυλος: -ον, (αὐλὴ) «ὁ περὶ χώραν διατρίβων» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα/χῶρος + -αυλος (< αὐλή), πρβλ. θύραυλος].