χώρισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, separation, Plot.1.3.3, Hsch. s.v. χάσις (χώρησις cod.).

German (Pape)

[Seite 1388] ἡ, das Trennen, Sondern, die Trennung, Teilung.

Greek (Liddell-Scott)

χώρῐσις: -εως, ἡ, χωρισμός, Ἡσύχ. ἐν λ. χάσις (ἔνθα ἡμαρτημ. χώρησις).