ψάκελον

English (LSJ)

μέγα, Hsch. (cod. μέσα), Suid.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «μέγα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με το σφάκελος (II) «ο μεσαίος δάκτυλος»].