ψήλωμα

Greek Monolingual

το, Ν ψηλώνω
1. το να ψηλώνει, να παίρνει ύψος κάποιος ή κάτι (α. «το ψήλωμα του σπιτιού» β. «το ψήλωμα του παιδιού»)
2. ύψωμα.