ἀλώπεκες, Hsch. (cf. ψύα); also ψειαί· ἀλώπεκες, ψῆφοι, Id. ψῐαίνω, aor. inf. ψιῆναι· ψίξαι, Id., Suid. (ψέξαι codd.); cf. σιαίνω.
ψίαι: «ἁλώπεκες» Ἡσύχ.
αἱ, Αβλ. ψόα.