σιαίνω

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐαίνω Medium diacritics: σιαίνω Low diacritics: σιαίνω Capitals: ΣΙΑΙΝΩ
Transliteration A: siaínō Transliteration B: siainō Transliteration C: siaino Beta Code: siai/nw

English (LSJ)

cause loathing or disgust to a person, c. acc., Sch.Luc. DMort.20.9:—Pass. with aor. ἐσιάνθην, feel loathing, Glossaria, Hsch. s.v. ἀπεκάκησεν; σιαίνεται· αἰτιατικῇ, Suid.; τὸ λάχανον ὅδε σαπρόν ἐστι καὶ σιαίνομε (sic) POxy.1849.2 (vi/vii A.D.).

German (Pape)

[Seite 877] späte, verderbte Form statt σικχαίνω, Valck. opusc. II p. 247.

Greek (Liddell-Scott)

σιαίνω: σικχαίρω, προξενῶ ἀηδίαν εἴς τινα, μετ’ αἰτ., Σχόλ. εἰς Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 10. 9. ― Παθητ., ἀόρ. ἐσιάνθην, «ἐσιχάθηκα», Ἡσύχ. καὶ Ἐκκλ. ― Πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ., ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
ενοχλώ κάποιον
αρχ.
προκαλώ αηδία ή βδελυγμία σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» κατά το ρ. σικχαίνω «σιχαίνομαι»].