ψαιδρά

English (LSJ)

ἀραιότριχα, Hsch.: ψαιδρόν· φαιδρόν,... Id. (Cypr. acc. to Et.Gud.572.53). ψαιθόν· ὑποφοινίσσον, Hsch. ψαικάζει· ῥανει, Id. (ψακ- poscit ordo). ψαίκαλον· ἔμβρυον, βρέφος, Id. (leg. ψακ-).

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀραιότριχα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι- του ψαίω, κατά τα φαι-δ-ρός, ψυδ-ρός, αδ-ρός].