ψαικαλοῦχον

English (LSJ)

ἔμβρυον, Id. ψαῖμα· ὀλίγον Id.; cf. ψαῖσμα.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἔμβρυον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ψακαλοῦχον < ψάκαλον «νεογνό» + -ούχος (< έχω)].