ψαμαθώδης
English (LSJ)
ψαμαθῶδες, sandy, χῶρος h.Merc. 75, al., cf. A.R.4.1376, etc.
German (Pape)
[Seite 1391] ες, sandig, sandreich, χῶρος, H. h. Merc. 75. 347. 350.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de sable, sablonneux.
Étymologie: ψάμαθος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰμᾰθώδης: -ες, (εἶδος) = ψαμμώδης, ἀμμώδης, χῶρος Ὕμν. Ὀμ. εἰς Ἑρμ. 75, 347, 350, πρβλ. Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1376, κλπ.