ψαύση

Greek Monolingual

η / ψαῡσις, -αύσεως, ΝΑ
ψαύω
η ενέργεια του ψαύω, άγγιγμα, επαφή, ελαφρό ψηλάφημα
αρχ.
ερωτικό χάδι, θωπεία.