χάδι
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
Greek Monolingual
το / χάδιν, ΝΜ, και χάιδι και ποιητ. τ. χάιδιο Ν
1. ελαφρό άγγιγμα με το χέρι, ως εκδήλωση αγάπης, στοργής, τρυφερότητας, χάιδεμα, θωπεία
2. τρυφερή περιποίηση, κολακευτικό καλόπιασμα («του έκανε πολλά χάδια και τον κατάφερε»)
3. νάζι, ακκισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χάδι έχει προέλθει από τη λ. ήχος, μέσω ενός αμάρτυρου μσν. υποκορ. ἠχάδι(ο)ν με σημ. «τραγουδάκι, θωπευτικό τραγούδι, κανάκεμα», με σίγηση του αρκτικού άτονου -η-, ενώ ο τ. χάιδι < τοϊχάδι με μετάθεση του -ι- < τὸ ἠχάδι(ο)ν με συνεκφορά του άρθρου].