ψευδηγορέω

English (LSJ)

speak falsely, A.Pr.1032, E.Fr.396, Philem.102.5; ὅσσα.. -έουσιν ἀοιδοί Opp.C.4.319; τὰ ἄλλα.. ἐψευδηγόρηται PMag. Leid.V. 10.8.

German (Pape)

[Seite 1393] falsch, unwahr reden, lügen; Aesch. Prom. 1034; Opp. Cyn. 4, 519.

French (Bailly abrégé)

ψευδηγορῶ :
dire des mensonges, des faussetés.
Étymologie: ψευδηγόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδηγορέω [ψευδής, ἀγορεύω] liegen.

Russian (Dvoretsky)

ψευδηγορέω: говорить ложь, лгать Aesch., Eur.

Greek Monotonic

ψευδηγορέω: μέλ. -ήσω, μιλώ ψευδώς, ψεύδομαι, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδηγορέω: ὁμιλῶ ψευδῶς, Αἰσχύλ. Πρ. 1032, Εὐρ. Ἀποσπ. 400.

Middle Liddell

ψευδηγορέω,
to speak falsely, Aesch. [from ψευδηγόρος