ψευδοκήρυξ

German (Pape)

[Seite 1394] υκος, ὁ, falscher Herold, Lügenherold, Soph. Phil. 1290.

Greek Monolingual

-ήρυκος, ὁ, Α
κήρυκας που αναγγέλλει ψευδείς ειδήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κῆρυξ.