ψευδοκῆρυξ

English (LSJ)

ῡκος, ὁ, false, lying herald, S.Ph.1306.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
messager de fausses nouvelles.
Étymologie: ψευδής, κῆρυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδοκῆρυξ -υκος, ὁ [ψευδής, κῆρυξ] liegende gezant.

German (Pape)

ῡκος, ὁ, falscher Herold, Lügenherold, Soph. Phil. 1290.

Russian (Dvoretsky)

ψευδοκῆρυξ: ῡκος ὁ распространитель ложных вестей, лгун Soph.

Greek Monotonic

ψευδοκῆρυξ: -ῡκος, ὁ, ψευδής ή κήρυκας που κομίζει ψεύτικες ειδήσεις, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοκῆρυξ: (ὀρθ. -ήρυξ), ῡκος, ὁ, ψευδής, ψευδόμενος κήρυξ, Σοφ. Φιλ. 1307.

Middle Liddell

ψευδο-κῆρυξ, ῡκος,
a lying herald, Soph.

English (Woodhouse)

herald of falsehood