ψευδοτάφιον

English (LSJ)

[ᾰ], τό, = κενοτάφιον, Philostr.VA8.31.

German (Pape)

[Seite 1395] τό, = κενοτάφιον, Philostr. u, a. Sp. Vgl. ψευδήριον.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοτάφιον: τό, = κενοτάφιον, Φιλόστρ. 371· πρβλ. ψευδήριον.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
το κενοτάφιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + τάφος + επίθημα -ιον (πρβλ. κενοτάφιον)].