ψευδόσοφος
English (LSJ)
ον, falsely wise, Philostr. VA 8.7.
German (Pape)
[Seite 1395] fälschlich weise, Philostr.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
αυτός που παρουσιάζεται ως σοφός, ενώ είναι αδαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + σοφός.
ον, falsely wise, Philostr. VA 8.7.
[Seite 1395] fälschlich weise, Philostr.
ὁ, ΜΑ
αυτός που παρουσιάζεται ως σοφός, ενώ είναι αδαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + σοφός.