αδαής
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
Greek Monolingual
-ές (Α ἀδαής)
αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αδέξιος, ανίδεος
αρχ.
σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. χρησιμοποιήθηκε παράλληλα προς την παλιότερη, ομηρική ήδη, λέξη ἀδαήμων που προέρχεται από την ίδια ρίζα. Ἀδαής < ἀ- στερητ. + ἐδάην, απρμφ. δαῆναι, αόρ. β΄ του δάω «μαθαίνω» (πρβλ. το ομόρριζο διδάσκω με μεταβιβαστική σημ. «κάνω κάποιον να μάθει») ή από αμάρτυρο ουσ. δάος (το) «γνώση».
ΠΑΡ. μσν. ἀδαηστί].