ψεφοειδής

English (LSJ)

ψεφοειδές, gloss on ψεφαρός, Gal.19.156.

German (Pape)

[Seite 1396] ές, von dunkler Beschaffenheit, Galen. aus Hippocr.

Greek Monolingual

-ές, Α
ζοφοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + -ειδής].