ψηφισμός

English (LSJ)

ὁ, the use of pebbles (in casting lots), διὰ ψηφισμοῦ ᾑρημένος as Glossaria on ἀπὸ τοῦ κυάμου, Sch.Th.8.69.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφισμός: ὁ, = ψήφισμα, Σχόλ. εἰς Θουκ. 8, 69.

Greek Monolingual

ὁ, Α ψηφίζομαι
ψήφισμα.