ψηφοθήκη

English (LSJ)

ἡ, box for counters or ballots, Sch.Ar.Th.1040.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφοθήκη: ἡ, θήκη ψήφων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Θεσμοφ. 1040.

Greek Monolingual

ἡ, Α
υδρία στην οποία έριχναν τις ψήφους, κάλπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + θήκη.