κάλπη
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
(A), ἡ,
A trot: κάλπης δρόμος the trotting-race in the Olympic games, Paus.5.9.1; ὁ τῆς κάλπης ἀγών Plu.2.675c, cf. Hippiatr.34. (Perh. cogn. with OHG. hlaufan, Germ. laufen.)(B), ἡ,
A = κάλπις, Hsch.; κάλπην v.l. for κάλπιν in Aristaenet. 2.4, Plu.Marc.30, Hdn.3.15.7:—of a pitcher, Aristaenet. l.c.; of a cinerary urn, Plu., Hdn. Il.cc.
II Astron., name of a group of stars in Aquarius, Vett.Val.12.29, v.l. in Gem.3.6.
German (Pape)
[Seite 1314] ἡ, 1) der Trab, Trott des Pferdes, κάλπης δρόμος Paus. 5, 9, 1, in Olympia ein Wettrennen, wo die Reiter gegen das Ende der Rennbahn absprangen u. das Pferd (man nahm hierzu Stuten) am Zügel haltend nebenher liefen; es heißt auch Πανταίκου ἐνίκησεν ἡ κάλπη, das Rennpferd siegte. – 2) = κάλπις, Urne, Plut. Marcell. 30; Hdn. 4, 1, 6 Todtenurne.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 trot d'un cheval;
2 urne cinéraire.
Étymologie: R. Καρπ, v. καρπάλιμος ; cf. κραιπνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλπη -ης, ἡ [~ κάλπις] urn.
Russian (Dvoretsky)
κάλπη: ἡ
1 конская рысь: ὁ τῆς κάλπης ἀγών Plut. конное состязание (в конце которого всадник, перейдя с галопа на рысь, соскакивал с коня и пешком добегал с ним до финиша);
2 погребальная урна (συντιθέναι τὰ λείψανα εἰς κάλπην ἀργυρᾶν Plut.).
Greek Monolingual
(I)
η (Α κάλπη)
νεοελλ.
1. δοχείο ή κιβώτιο μέσα στο οποίο οι ψηφοφόροι ρίχνουν στις εκλογές τα ψηφοδέλτιά τους
2. η κληρωτίδα
αρχ.
1. δοχείο για την εναπόθεση της τέφρας του νεκρού, τεφροδόχος υδρία
2. ως κύριο όν. η Κάλπη
αστρολ. ονομασία του αστερισμού του Υδροχόου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. κάλπη αποτελεί παράλληλο τ. της λ. κάλπις, ενώ ο τ. της αιτ. (την) κάλπην θεωρείται άλλη γραφή του τ. κάλπιν (αιτ. της λ. κάλπις). Η λ. με την νεοελλ. σημ. «κιβώτιο στο οποίο συγκεντρώνονται τα ψηφοδέλτια» προέρχεται από τον αρχ. τ. κάλπη, πιθ. υπό την επίδραση της αντίστοιχης σημ. της λ. κάλπις.
(II)
κάλπη, ἡ (Α)
1. καλπασμός, τρέξιμο αλόγων με καλπασμό
2. φρ. «κάλπης δρόμος» — αγώνας ιπποδρομίας στους Ολυμπιακούς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ονοματοποιία, ενώ η σύνδεση της με λιθουαν. klupti «προσκρούω, σκοντάφτω» και γοτθ. hlaupan «τρέχω» είναι αβέβαιη. Από τη λ. αυτή παράγεται το ρ. καλπάζω.
Greek (Liddell-Scott)
κάλπη: (Α), δρόμος, τρέξιμον πηδητικόν, ἀγὼν ἱπποδρομίας ἐν Ὀλυμπίᾳ, καθ’ ἣν ὁ ἀναβάτης ὅτε ἐπλησίαζεν εἰς τὸ τέρμα κατεπήδα ἀπὸ τοῦ ἵππου καὶ παρεκάλπαζε μέχρι τοῦ τέρματος, Παυσ. 5. 9, 1· ὁ τῆς κάλπης ἀγὼν Πλούτ. 2. 675C. (Ἡ ῥίζα πιθανῶς εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ καρπάλιμος, κραιπνός). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κάλπη· ἵππος βαδιστής. καὶ εἶδος δρόμου».
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: trot (Paus., Plu., Hippiatr.).
Derivatives: καλπάζω trot (A. Fr. 145A, Aq., Suid.) with καλπασμός (Philum. ap. Orib.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Techn. term of driving without etymology, perhaps on origin onomatop. ("clapper"). Brugmann (e. g. Grundr.2 1, 260, 572) with Zupitza (Die germ. Gutturale 118) connected OPr. po-quelbton kneeling, Lith. klùpti kneel, stumble, Germ., e. g. Goth. hlaupan laufen. See also Bq and W.-Hofmann s. callis); s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. klùpti. These forms cannot explain the -α-. Wrong also Persson Beitr. 1, 179 (to κέλης, κολυφρόν ἐλαφρόν H.). Fur. 379 compares σκαλπάζειν ῥεμβωδῶς βαδίζειν H., σκαλαπάζει ῥέμβεται H. with prothetic σ-, which makes the word Pre-Greek.
Frisk Etymology German
κάλπη: {kálpē}
Grammar: f.
Meaning: Trab (Paus., Plu., Hippiatr.).
Derivative: Davon καλπάζω traben (A. Fr. 145A, Aq., Suid.) mit καλπασμός (Philum. ap. Orib.).
Etymology: Reitsportlicher Fachausdruck ohne Etymologie, vielleicht ursprünglich lautimitierend ("Geklapper"). Von Brugmann (z. B. Grundr.2 1, 260, 572) im Anschluß an Zupitza (Die germ. Gutturale 118) mit apreuß. po-quelbton kniend, lit. klùpti niederknien, stolpern, germ., z. B. got. hlaupan ‘laufen’ u. a. m. verbunden, s. WP. 1, 473f. (Lit. auch bei Bq und W.-Hofmann s. callis); zu den baltischen Wörtern bes. Fraenkel Lit. et. Wb. s. klùpti. Verfehlt ebenfalls Persson Beitr. 1, 179 (zu κέλης, κολυφρόν· ἐλαφρόν H.).
Page 1,767