ψιλοκιθαριστική

German (Pape)

[Seite 1399] ψῑλοκῐθᾰριστική, ἡ, sc. τέχνη, die Kunst des ψιλοκιθαριστής, Philochor. bei Ath. XIV, 637 f.

Greek Monolingual

ἡ, Α ψιλοκιθαριστής
(ενν. τέχνη) το να παίζει κανείς μόνον κιθάρα, χωρίς να τραγουδά.