Ν1. κόβω σε μικρά κομμάτια («ψιλοκόβω κρεμμύδι»)2. λειοτριβώ, κονιορτοποιώ («ψιλοκόβω τον καφέ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + κόβω].