ψιλοχάραγος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει χαραχθεί με λεπτότητα, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό- + -χάραγος (< χαράσσω), πρβλ. καλοχάραγος].
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει χαραχθεί με λεπτότητα, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό- + -χάραγος (< χαράσσω), πρβλ. καλοχάραγος].