ψιμυθιστής

English (LSJ)

ψιμυθιστοῦ, ὁ, one who paints with white lead or cosmetics, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

ψιμῠθιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀλείφων διὰ ψιμυθίου ἢ διὰ καλλωπιστικῶν ἀλοιφῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ ψιμυθίζω
αυτός που αλείφεται με ψιμύθιο ή με άλλο καλλυντικό.