ψινάς
English (LSJ)
v. φθινάς, in plural ψινάδες· αἱ ῥυάδες ἄμπελοι, Hsch.; cf. ψίνω.
German (Pape)
[Seite 1400] άδος, ἡ, eine Weinrebe, welche die Blüte od. die angesetzte Frucht abfallen läßt, von ψίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ψινάς: -άδος, ἡ, = ῥυὰς ΙΙ, «ψινάδες· αἱ ῥυάδες ἄμπελοι» Ἡσύχ. ― ψίνομαι, ἀποθ., χύνω, ἀπορρίπτω τὸν καρπὸν πρὶν ἢ ὡριμάσῃ, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 6· ― πιθανῶς τοπικοὶ τύποι τῶν λ. φθινάς, φθίνομαι, ὡς ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ ψείρει = φθείρει, ἐψίσθη = ἐφθίσθη, ἴδε Lob Rhemat. σ. 32.