ψοφολογώ

Greek Monolingual

και ασυναίρ. τ. ψοφολογάω, Ν
(υποτιμητικά)
1. είμαι ετοιμοθάνατος
2. κοιμούμαι πολύ βαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (II) + -λογώ].