ψυχότροφον

English (LSJ)

τό, = κέστρον, Dsc. 4.1.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχότροφον: τό, φυτόν τι τρεφόμενον καὶ αὐξανόμενον ἐν ψυχροτάτοις τόποις, τὸ ἄλλως κέστρον καλούμενον, «ὃ Ρωμαῖοι οὐετονικὸν καλοῦσι» (betonicam appellant) Διοσκ. 4. 1.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το φυτό κέστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + -τροφον (< τρέφω)].