ψωμοκολακεύω

English (LSJ)

v. ψωμοκόλαξ.

German (Pape)

[Seite 1406] ein Bissenschmeichler, Schmarotzer sein, Philippid. bei Ath. VI, 262 a.

Greek Monolingual

Α ψωμοκόλαξ, -ακος]
κολακεύω κάποιον για να μού δώσει τροφή.