ψωμοκόλαξ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, flatterer for morsels of bread, parasite, Ar.Fr.167 (anap.), Philem.8, Sannyr.10:—hence ψωμοκολακεύω, Philippid.8.
German (Pape)
[Seite 1406] ακος, ὁ, ein Bissenschmeichler, d. i. Schmarotzer; comic. bei Ath. VI, 261 f; Philippds. in B. A. 116 u. Phot.
Russian (Dvoretsky)
ψωμοκόλαξ: ὁ лизоблюд, прихлебатель Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ψωμοκόλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ κολακεύων χάριν τεμαχίων ἄρτου, παράσιτος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 213· ψωμοκόλαξ δ’ ἔσθ’ οὑτοσὶ Φιλήμων ἐν «Ἀνανεουμένῃ» 1· φθείρεσθ’ ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες Σαννυρίων ἐν «Ἰοῖ» 1· - ψωμοκολᾰκεύω, ψωμοκολακεύων καὶ παρεισιὼν ἀεὶ Φιλιππίδης ἐν «Ἀνανεώσει» 4.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
αυτός που κολακεύει κάποιον για να του δώσει τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός «κομμάτι, μπουκιά» + κόλαξ, -ακος].