ψωρόφθαλμος

English (LSJ)

ον, a sufferer from blepharitis, Gal. 12.798.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πάσχει από ψωροφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. λυκόφθαλμος].