ψᾶφιγξ

English (LSJ)

ιγγος, ἡ, Aeol. for ψῆφος, κρύπτᾳ ψάφιγγι IG12(2).526a. 16 (Eresus, iv B. C.), cf. EM554.52.

German (Pape)

[Seite 1392] ιγγος, ἡ, dor. = ψῆφος, E. M.

Greek Monolingual

-άφιγγος, ἡ, Α
(αιολ. τ.) ψήφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. του ψῆφος + εκφραστικό επίθημα -ιγξ (πρβλ. σάλπ-ιγξ, λάϊγγες)].