ωκυκέλευθος

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συμπληρώνει το ταξίδι της ζωής γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + κέλευθος «δρόμος, οδός» (πρβλ. ὀξυκέλευθος)].