ωλεσίβωλος
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει, που διαλύει τους βώλους («ἀρθροπέδαν στῆμόν τε καὶ ὠλεσίβωλον ἀρούρης σφῡραν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. του αρχ. ὀλεσί-βωλος με μακρό φωνηεντισμό ω- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].