ωμίας

Greek Monolingual

ὁ, Α
(με σημ. επιθ.) (για πρόσ.) αυτός που έχει μεγάλους ώμους («παλαισταὶ ὠμίαι», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -ίας (πρβλ. ξιφίας)].