ωμοίδης

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που έχει ογκώδεις ή ψηλούς ώμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -οίδης (< οἰδέω «πρήζομαι», πρβλ. ἰσχιοίδης].