деятельный
Russian > Greek
ἐπιθετικός, ἐνεργητικός, πρακτικός, ὄργανος, ἄοκνος, δραστήριος, ἐργάτης, ἐργαστικός, ῥέκτης, ἔμπρακτος, εὐεπιχείρητος, ἐπιστρεφής, τορός, ἐνεργός
ἐπιθετικός, ἐνεργητικός, πρακτικός, ὄργανος, ἄοκνος, δραστήριος, ἐργάτης, ἐργαστικός, ῥέκτης, ἔμπρακτος, εὐεπιχείρητος, ἐπιστρεφής, τορός, ἐνεργός