колдовство
Russian > Greek
γοητεία, γοήτευμα, μαγεία, μαγευτική, μαγευτικὴ τέχνη, μαγικὴ τέχνη, τὰ περίεργα, μάγευμα, μαγγανεία, ἐπηλυσίη
γοητεία, γοήτευμα, μαγεία, μαγευτική, μαγευτικὴ τέχνη, μαγικὴ τέχνη, τὰ περίεργα, μάγευμα, μαγγανεία, ἐπηλυσίη