крылатый
Russian > Greek
ὑπόπτερος, πτερωτός, πετεηνός, ποτηνός, ποτανός, κατάπτερος, πτεροφόρος, πτερόφοιτος, πτηνός, πτανός, πτερυγωτός
ὑπόπτερος, πτερωτός, πετεηνός, ποτηνός, ποτανός, κατάπτερος, πτεροφόρος, πτερόφοιτος, πτηνός, πτανός, πτερυγωτός