πτεροφόρος

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτεροφόρος Medium diacritics: πτεροφόρος Low diacritics: πτεροφόρος Capitals: ΠΤΕΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pterophóros Transliteration B: pterophoros Transliteration C: pteroforos Beta Code: pterofo/ros

English (LSJ)

πτεροφόρον,
A feathered, winged, δέμας A.Ag.1147 (lyr.); θεαί E.Or.317 (lyr.); φῦλα the feathered tribes, Ar.Av.1757 (lyr.): metaph., π. Διὸς βέλος the winged bolt of Zeus, ib.1714.
II under the Roman Emperors, as substantive, courier, Plu.Oth.4; cf. πτεροφόρας ΙΙ.
III πτεροφόρου, gen. sg. of this or the πτεροφόρας, dub. sens. in PCair.Zen. 512 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 809] Flügel tragend, geflügelt; δέμας, Aesch. Ag. 1118; Eur. Or. 317 Hel. 166, Διὸς βέλος, der Blitz, Ar. Av. 1712; φῦλα, die Vögel, Ar. 1757. – Als subst. Flügelträger, eine Art ägyptischer Priester, VLL. – Bei Plut. Oth. 4 eine Art von Eilboten.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des ailes, ailé.
Étymologie: πτερόν, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτεροφόρος -ον [πτερόν, φέρω] gevleugeld; subst. koerier (in Rome):. πτεροφόροι συνεχῶς ἐφοίτων koeriers gingen af en aan Plut. Oth. 4.2.

Russian (Dvoretsky)

πτεροφόρος: II ὁ (у римск. императоров) гонец Plut.
крылоносный, крылатый (δέμας Aesch.; Διὸς βέλος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

πτεροφόρος: -ον, ὁ ἔχων πτερά, πτερωτός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1147, Εὐρ. Ὀρ. 317· πτ. φῦλα, αἱ φυλαὶ τῶν πτερωτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1757· ― μεταφ., πτ. Διὸς βέλος, ὁ πτερωτὸς κεραυνὸς τοῦ Δ., αὐτόθι 1714. ΙΙ. κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Ρωμ. αὐτοκρατόρων, ταχυδρόμος, Λατ. speculator, Πλουτ. Ὄθων 4.

Greek Monolingual

-α, -ο / πτεροφόρος, -ον, ΝΑ, και πτεραφόρος, -ον, Α
(λόγιο επίθ.) αυτός που έχει φτερά, φτερωτός («περίβαλον γὰρ οἱ πτεροφόρον δέμας θεοί», Αισχύλ.)
αρχ.
1. μτφ. αυτός που βάλλεται, που ρίχνεται με ταχύτητα («πτεροφόρον Διὸς βέλος» — ο κεραυνός, Αριστοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ.πτεροφόρος
(στη Ρωμ. Αυτοκρατορία) ο ταχυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -φόρος].

Greek Monotonic

πτεροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει φτερά, φτερωτός, σε Αισχύλ., Ευρ.· πτεροφόρα φῦλα, οι φτερωτές φυλές, σε Αριστοφ.· μεταφ., πτεροφόρου Διὸς βέλος, ο φτερωτός κεραυνός του Δία, στον ίδ.

Middle Liddell

πτερο-φόρος, ον, φέρω
feathered, winged, Aesch., Eur.; πτ. φῦλα the feathered tribes, Ar.:—metaph., πτ. Διὸς βέλος the winged bolt of Zeus, Ar.