многоголосый
Russian > Greek
ἄμικτος, πάμφωνος, πολύφωνος, ποικιλότραυλος, πολυαρμόνιος, πολύφθογγος, πολυηχής, πολύχορδος, πολύρροθος, ποικιλόθροος
ἄμικτος, πάμφωνος, πολύφωνος, ποικιλότραυλος, πολυαρμόνιος, πολύφθογγος, πολυηχής, πολύχορδος, πολύρροθος, ποικιλόθροος