ποικιλόθροος
From LSJ
English (LSJ)
ποικιλόθροον, of varied note, οἰωνοί Lyr.Adesp.94; cf. ποικιλόθριξ.
German (Pape)
[Seite 650] mit mannichfaltigen Stimmen, Tönen, οἰωνοί, p. bei Plut. de amore prolis 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux chants variés.
Étymologie: ποικίλος, θρόος.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόθροος: -ον, ὁ ποικίλως θροῶν, ἠχῶν, ποικιλόφωνος, οἰωνοὶ ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 497Α.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόθροος: разноголосый, многоголосый (οἰωνοί Plut.).