охотник
Russian > Greek
θηραγρέτης, κυνηγετικός, θηρευτής, ἐπακτήρ, κυνηγός, κυναγός, κυνηγέτης, κυναγέτας, ἀγρεύς, θηρατής, θηράτωρ, θηρήτωρ, ἐπιλινευτής
θηραγρέτης, κυνηγετικός, θηρευτής, ἐπακτήρ, κυνηγός, κυναγός, κυνηγέτης, κυναγέτας, ἀγρεύς, θηρατής, θηράτωρ, θηρήτωρ, ἐπιλινευτής