θηράτωρ
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
[ᾱ], Ion. θηρήτωρ, ορος, ὁ, = θηρατήρ, θηρήτορας ἄνδρας Il.9.544; [κύων] θηράτωρ Nic. Dam.56J.
German (Pape)
[Seite 1209] ορος, ὁ, = θηρατής, Sp., wie Nic. Damasc. 47. S. θηρήτωρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: θηράω.
Russian (Dvoretsky)
θηράτωρ: эп. θηρήτωρ, ορος (ᾱ) ὁ охотник, ловец Hom., Democr.
Greek (Liddell-Scott)
θηράτωρ: Ἰων. -ήτωρ, ορος, ὁ, = θηρατήρ, θηρήτορας ἄνδρας Ἰλ. Ι. 544 (540)· κύων θηράτωρ Νικόλ. Δαμ. σ. 47· μεταφ., θ. λεξειδίων Δημόκρ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 328, Φώτ.
Greek Monolingual
θηράτωρ και ιων. τ. θηρήτωρ, ὁ (Α) θηρώ
θηρατής (α. «θηρήτορας ἄνδρας», Ομ. Ιλ.
β. «κύων θηράτωρ», Νικ. Δαμ.).
Greek Monotonic
θηράτωρ: Ιων. -ήτωρ, -ορος, ὁ, = θηρατήρ, σε Ομήρ. Ιλ.