твердо
Russian > Greek
ἀλύπως, ἐγκρατῶς, ἐγκρατέως, ἔμπεδον, ἐμπέδως, ἀστεμφέως, ἀραρότως, ὑποστατικῶς, συνεστηκότως, σκληρῶς, κρατερῶς, παγίως, στερρῶς, βεβαίως, μὴ διχορρόπως
ἀλύπως, ἐγκρατῶς, ἐγκρατέως, ἔμπεδον, ἐμπέδως, ἀστεμφέως, ἀραρότως, ὑποστατικῶς, συνεστηκότως, σκληρῶς, κρατερῶς, παγίως, στερρῶς, βεβαίως, μὴ διχορρόπως