упирать
Russian > Greek
κλίνω, ἐνερείδω, στηρίζω, ἐρείδω, ἀποστηρίζομαι, ἐπισκήπτω, ἐνσκίμπτω, ἐνισκίμπτω, σκίμπτομαι, ἐξερείδω, προσερείδω, ἀπερείδω, ἀντερείδω, ἐπερείδω, ἁρμόζω
κλίνω, ἐνερείδω, στηρίζω, ἐρείδω, ἀποστηρίζομαι, ἐπισκήπτω, ἐνσκίμπτω, ἐνισκίμπτω, σκίμπτομαι, ἐξερείδω, προσερείδω, ἀπερείδω, ἀντερείδω, ἐπερείδω, ἁρμόζω